- παραλαβαίνω
- (διαλ. τ.) παραλαμβάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + λαβαίνω (βλ. λ. λαμβάνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραλαβαίνω — παράλαβα, παραλήφθηκα, παίρνω κάτι που μου δίνεται: Η επιστολή παραλήφθηκε από τον αποδέκτη της σήμερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλαβή — η 1. η πράξη του παραλαβαίνω: Η παραλαβή των εκλογικών βιβλιαρίων θα γίνεται στο εξής από ειδικό γραφείο του Δήμου. 2. το τμήμα απ όπου παραλαβαίνει κανείς κάτι: Οι πελάτες των καταστημάτων πληρώνουν στο ταμείο και παίρνουν τα ψώνια τους από την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιλαβαίνω — περίλαβα 1. περιλαμβάνω, παίρνω, έχω μέσα, χωράω, περικλείνω. 2. παραλαβαίνω, δέχομαι, παίρνω: Σήμερα περιλάβαμε το εμπόρευμα από το τελωνείο. 3. πιάνω, τσακώνω, αρπάζω, περιαδράχνω: Τον περίλαβε από το γιακά και τον ταρακούνησε απειλητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)